- ἐπεισκρίνεται
- ἐπεισκρί̱νεται , ἐπί , εἰσ-κρίνωseparateaor subj mid 3rd sg (epic)ἐπεισκρί̱νεται , ἐπί , εἰσ-κρίνωseparatepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προεισκρίνω — Α 1. εισάγω προηγουμένως («ὁπηνίκα ἂν εὐαγγελίζωνται οἱ ἄγγελοι τὰς στείρας, οἷον προεισκρίνουσι τῆς συλλήψεως τὰς ψυχάς», Κλήμ. Αλ.) 2. μέσ. προεισκρίνομαι προεισέρχομαι* («ἐπεισκρίνεται δὲ ή ψυχὴ καὶ προεισκρίνεται τὸ ἡγεμονικόν», Κλήμ. Αλ.).… … Dictionary of Greek